Άρθρα

Η κρίση θραύει την ισορροπία μας. Δημιουργεί ρωγμές στην εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας και για τον Άλλο, τον Ξένο που φοβόμαστε. Γιατί βρίσκεται μέσα στα βάθη του Είναι μας. Γιατί αποκαλύπτει, καθώς γράφει η ψυχαναλύτρια Julia Kristeva,  “την ταραχωδη ετεpóτητα μας, μια που είναι αυτή που αναδύεται ορμητικά στη θέα αυτού του “δανίονα”, αυτής της απειλής, αυτής της ανησυχίας που γεννά η προβολική εμφάνιση του άλλου μέσα σ’αυτό που επιμένουμε να κρατάμεις ιδιωτικό και απαράλευτο “εμείς”.”

Η κρίση αποτελεί την ετεροτοπία που δημιουργούνται οι ρήξεις με την κατεστημένη κοινωνική και πολιτική τάξη πραγμάτων στο πέρασμα του 19ου προς τον 20ο αιώνα, στο μεσοπόλεμο και μετά το πέρας του Β’ Μεγάλου Πολέμου. Τότε που γεννήθηκαν τα σημαντικότερα κινήματα που διαμόρφωσαν ένα τοπίο απαλλαγμένο από την πιστή αναπαράσταση της φύσης και του ανθρώπου και τους εκάστοτε κυριάρχους παραγγελιοδόχοις της, ελεύθερο στους πειραματισμούς των δημιουργιών της, προσβασμα σε ένα ευρύτερο κοινό ο εξπρεσιονισμός Ο κυβισμός και ο σουρεαλισμός, η αφαίρεση, η αρτ μπρουτ, η πoπ αρτ κι αργοτερα η αρτε ποβερα, το γκραφιτι.

Είναι τα σημεία από τα οποία ξεκινούν οι νέοι χαράκτες και συνομιλούν έτσι με τους καθιερωμένους “παλαιούς” ζωγράφouc και xapάκτες (Kοκόσκα, Χάρτουγκ, Πένκ, Pάουσενμπεργκ, Τάπιες, Τσιλλίντα, Τόμπευ, Φόστελ) της συλλογής του αυστριακού καλλιτέχνη και συμμετέχοντα στην παρούσα έκθεση Γιοάχιμ-Λόταρ Γκάιρτνερ. Διαδηλώνουν με τις διαφορετικές τεχνικές που χρησιμοποιούν πάνω σε διενφορετικά υλικά τη συνέχεια αυτής της μαγικής και ακόμα τόσο παραγνωρισμένης στη χώρα μας χαρακτικής τέχνης από τις απαρχές της – στις προϊστορικές Βραχογραφίες – και τη διαμόρφωσή της μέσα στην Αναγέννηση και στο μοντέρνο μέχρι τις μέρες μας.

Σμιλεύουν πάνω στις μεταλλικές και εύλινες μήτρες τους, στα αδρά περιγράμματα του εξπρεσιονιστικού κινηματογράφου του Φριτς Λανγκ και της «Νέας Αντικειμενικότητας», ωθούμενοι από την ονειρική δύναμη του σουρεαλισμού, τα μαζικά ανθρωπόμορφα πλάσματα με τις εξωπραγματικές μόκες και τα σκάφανδρα που κατασκευάζονται για να αντικαταστήσουν μέσω της ρομποτικής τεχνολογίας σήμερα τους ανθρώπους στην αγορά εργασίας.

Φτιάχνουν με τα μεγεθυμένα πρότυπα της διαφήμισης αλλά και της ζωγραφικής των δημόσιων τοίχων που τοποθετούνται πάνω από τα ομοιόμορφα και βαμμένα με έντονες πινελιές γυναικεία πρόσωπα μια λαϊκή μη λαϊκότροπη τέχνη με τον τρόπο του κινήματος COBRA.

Χαράζουν πάνω στο ξύλο μορφές που λικνίζονται μέσα στους ρυθμούς της φίλης και μας θυμίζουν με τη λιτή, άσαρκη φόρμα τους τοιχογραφίες της μινωικής Κρήτης. Τις συνδέουν με τα τυπάματά τους σε λεπτά χαρτιά που κολλάνε με την τεχνική του κινηματογραφικού μοντάζ της ρώσικης πρωτοπορίας και του γαλλικού νέου κύματος σε ένα όλον.

Πλάθουν αφαιρετικές φιγούρες με τις ρευστές γραμμές του εξπρεσιονιστή Φράνσις Μπέικον και τα παραμορφωμένα, φοίημένα και αποκομμένα από το σώμα με ένα λευκό παραλληλόγραμμο, πράσιτα. Γράφουν με οξέα τις πολυσχιδείς ενορμήσεις μας, τις αποτυπώνουν ως έναν θρυμματισμένο σε ακτίνες καθρέφτη στο κέντρο του οποίου ακιρκούμαστε ή ως ένα κυμα από χρωματιστές ραβδώσεις που εκτοξεύεται ως μια έξοδος στα σπαρτά του Άνσελμ Κίφερ και μας συνεταίρνει.

Πλέκουν σαν τις γιαγιάδες μας ανάμεσα σε πολύχρωμες ορθογώνιες και κάθετες γραμμές με την αφηρημένη τεχνική του pattern την καθημερινότητά μας και την αφήνουν να σβήσει σε ασπρόμαυρες κυψέλες όπως τα όνειρά μας.

Δημιουργούν με βάση τη γνώση της ιστορίας της τέχνης αλλά και την ανθρώπινη εμπειρία σχήματα και φορμες από το παρελθόν και το παρόν και συνθέτουν έτσι τη σπασμένη πραγματικότητα που συγκροτεί ανέκαθεν το είναι μας.

Λήδα Καζαντζάκη

ιστορικός τέχνης

 

Είμαι πεπεισμένος ότι είναι κοινώς αποδεκτό πως στις τέχνες η έρευνα και η προσπάθεια να μαθαίνουμε διαρκώς περισσότερα, να διευρύνουμε τις γνώσεις μας και τις ικανότητές μας, δε σταματά ποτέ. Σε όλη μας τη ζωή στόχος είναι να ψάχνουμε να βρίσκουμε αλήθειες και να τις εκφράζουμε, ο καθένας με τον προσωπικό του τρόπο.

Στην παρούσα έκθεση πέντε καλλιτέχνες που ακολουθούν αυτήν την πορεία, κινούμενοι στον χώρο της χαρακτικής και συγκεκριμένα της μεταξοτυπίας, παρουσιάζουν την πιο πρόσφατη δουλειά τους. Παρόλο που η εικαστική προσέγγιση του καθενός φανερώνει τη διαφορετικότητα τού χαρακτήρα, υπάρχει κάτι κοινό στα έργα που εκτίθενται: η ελεύθερη χειρονομία, με την οποία ο κάθε καλλιτέχνης διαχειρίζεται τα θέματα και τις προτάσεις του. Η αμεσότητα που παρέχουν οι τεχνικές της μεταξοτυπίας έχει ως αποτέλεσμα να γίνεται ορατή η καθαρότητα της γραφής και της εκτέλεσης. Μερικές φορές, ακόμα και το τυχαίο, όταν προκύπτει, είναι μες στο παιχνίδι και έχει τον ρόλο του. Στα έργα τους είναι αναγνωρίσιμη η κατοχή των εκφραστικών τους μέσων, η κατακτημένη γνώση του σχεδίου, της φόρμας, της σύνθεσης.
Οι τέσσερις από τους καλλιτεχνες, ο Μιχάλης Αδάμης, ο Κανούτο Κάλλαν, ο Δημήτρης Σπανόπουλος και ο Μιχαήλ Φαλκώνης, μετά την αποφοίτησή τους από τον τομέα της ζωγραφικής της ΑΣΚΤ, απέκτησαν και δεύτερο πτυχίο από τον τομέα της χαρακτικής, πραγματοποιώντας στην ουσία μεταπτυχιακές σπουδές. Οι γνώσεις και οι εμπειρίες από τη φοίτηση δε στη ζωγραφική έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην έρευνά τους. Είναι αξιοσημείωτο ότι η ωριμότητα τους οδήγησε στο να κατανοήσουν άμεσα τη γλώσσα της μεταξοτυπίας και να εκφραστούν μέσα από τον πλουτο χρωμάτων και τεχνικών που τους παρείχε (επάλληλα τυπώματα πολλών χρωμάτων, φωτομεταφορά εικόνων και φωτογραφιων, διεύρυης μεγέθους εκτύπωσης κτλ.). Το αποτέλεσμα ήταν να τελειοποιηθούν και να εκπονήσουν τις πτυχιακές τους εργασίες αποκλειστικά με τη χρήση της μεταξοτυπίας.

Ο πέμπτος καλλιτέχνης,ο Michael Ward, με σπουδές στην Αγγλία πάνω στη χαρακτική και στη ζωγραφική. Στα χαρακτικά του χρησιμοποιεί, έχοντας βαθιά γνώση, τη γραφή, ματιέρες και ποιότητες, πάνω στις οποίες επεμβαίνει με σχηματα ανεικονικά, δυνατά όπως τα σύμβολα.Τα εργα του χαρακτηρίζονται από τολμηρότητα, ποικιλομορφία και γεννούν στον θεατη πρωτόγνωρα συναισθήματα. Το στοιχείο της έρευνας της μονοτυπίας και του πειραματισμού είναι παρόν.

Άκης Πειρουνίδης, Επίκουρος Καθηγητής ΑΣΚΤ

 

“Μια άλλη πραγματικότητα”
Κείμενο: Πωλίνα Γουρδέα

Οι αναπαραστάσεις του καμβά αποτελούν, συνήθως, την προσωπική αφήγηση του δημιουργού τους. Πολλές φορές, αυτή η αφήγηση μοιάζει αλλόκοτη και χωρίς νόημα, ταυτόχρονα ονειρική και εφιαλτική. Η παραμόρφωση των μορφών στοχεύει σε μια αποκάλυψη: Τα πράγματα έρχονται στο φως και αγκαλιάζουν τις ανθρώπινες σχέσεις της εποχής του εκάστοτε καλλιτέχνη. Οι μορφές που ξεπηδούν ανήκουν σε έναν άλλο κόσμο, συμβολικό και ταυτόχρονα παρόντα. Σε αυτόν τον κόσμο καλούμαστε να ταξιδέψουμε μέσα από το πλαίσιο των έργων του Canuto Kallan. Με αφορμή την ατομική έκθεση του ιδίου στον Πολυχώρο Μεταίχμιο από τον Μάρτη του 2012 οι επισκέπτες έχουν την ευκαιρία να δουν τις συνθέσεις του καλλιτέχνη που είναι σαφέστατα επηρεασμένος από το κίνημα Co.Br.A, τον Εξπρεσσιονισμό και από ζωγράφους όπως ο Emil Nolde και ο Marc Chagall.
Έντονα χρώματα, κίνηση και απεικόνιση ανθρωποκεντρικών καταστάσεων είναι τα συστατικά της τέχνης του Canuto Kallan. Ο ίδιος υποστηρίζει πως χωρίς το χρώμα δεν μπορεί να υπάρξει, κάτι που γίνεται εμφανές από την πρώτη ματιά που θα ρίξει κανείς στα έργα του. Φιγούρες που παραπαίουν, στέκονται, κοιτάζουν, αναπολούν, ερωτεύονται και κυρίως, ζουν μέσα στο πλαίσιο των διαστάσεων ενός πίνακα ή μιας μεταξοτυπίας. Ο Canuto Kallan ανήκει στους δεξιοτέχνες της χρήσης του χρώματος, λόγω της ζωτικής σημασίας του στοιχείου αυτού στις συνθέσεις του. Οι μορφές του ταξιδεύουν σε πολύχρωμα σύμπαντα, που είναι τόσο σκληρά όσο είναι και η σημερινή πραγματικότητα. Ο καλλιτέχνης σχολιάζει την πραγματικότητα έχοντας ως όπλα του την ανάδυση των μορφών, τις σχέσεις με τη φύση, την κοινωνία και τον εαυτό μας.
Ομορφιά, ασχήμια, ασάφεια και πλήρης συγκρότηση των περιγραμμάτων, με λίγα λόγια, πολλαπλότητα των μορφών ως προς το είναι τους. Αυτό νομίζω πως είναι το βασικό στοιχείο που κάνει την τέχνη του Canuto Kallan τόσο ενδιαφέρουσα. Το φως και το σκοτάδι, που απορρέουν από τα έργα του, δηλώνουν πως η σκοτεινιά της ψυχής έχει ως ξόρκι της το χρώμα. Η δίψα για ζωντανές μορφές, ονειρικές ή μη, είναι το αίτημα για την τέχνη που προκαλεί το βλέμμα μας.
Μια έκθεση που αξίζει να επισκεφθείτε μιας και που η εποχή μας έχει ανάγκη από μετάγγιση χρώματος σε όλες τις εκφάνσεις της. Η έκρηξη αυτή των χρωμάτων μας οδηγεί, ασυνείδητα ίσως, προς μια κατεύθυνση εξωτερίκευσης. Αυτό το πετυχαίνει και με την επιλογή των μορφών που αναδύονται αυτόνομα από τους καμβάδες, καλά δομημένες και ιδιόμορφες ως προς τη σύνθεσή τους, επιβεβαιώνοντας έτσι την λεπτομερή επεξεργασία τους. Ο τρόπος που προκαλεί το μάτι μας η τέχνη του Canuto Kallan είναι, στην ουσία, η ανάγκη μας για εξωτερίκευση. Η μάχη δίνεται μεταξύ της απόδρασης των μορφών και της παραμονής τους μέσα στα στενά πλαίσια του καμβά ή του χαρτιού. Ιδωμένες συνολικά οι συνθέσεις δίνουν την αίσθηση ενός εσωτερικού αιτήματος για ελευθερία, ξυπνούν στον θεατή την επιθυμία της αναζήτησης. Ο χώρος των συνθέσεων, σχεδόν πάντα απροσδιόριστος, με χρώμα που κατακλύζει τα πάντα, μας υπενθυμίζει την ρευστότητα της υποκειμενικής αφήγησης. Το σκοτάδι του Canuto Kallan έχει χρώμα κι έτσι μιλάει για τα ασυνείδητα βάθη, φωτίζοντας με εκτυφλωτικά χρώματα τη σκληρή πραγματικότητα, χωρίς να χάνει την ανθρώπινη διάσταση και το μέτρο. Αναφορά λοιπόν, σε μια άλλη πραγματικότητα που όλοι έχουμε ανάγκη!
Πωλίνα Γουρδέα

Έντονα επηρεασμένη από το Κίνημα Cobra, τον Καταστασιασμό και τον Εξπρεσιονισμό, η ζωγραφική του Canuto Kallan εκφράζει τη νοσταλγία για επιστροφή στα αρχέγονα ένστικτα, την απελευθέρωση από τα δεσμά της λογικής, τη σημασία της ίδιας της διαδικασίας της ζωγραφικής πράξης. Τα έργα του προτάσσουν το υποκειμενικό συναίσθημα πάνω στην αντικειμενική πραγματικότητα και δίνουν προτεραιότητα στον τρόπο με τον οποίο αυτή απεικονίζεται, υιοθετώντας την πλήρη ελευθερία στην επιλογή των χρωμάτων, τις απλές φόρμες, την πυρετώδη πινελιά, τη δυναμική αντίθεση των χρωμάτων αλλά και αυτή των μορφών με τις επίπεδες χρωματικά επιφάνειες που καλύπτουν το φόντο.
Οι φιγούρες του Kallan διοχετεύουν συχνά δυνατά μηνύματα διαμαρτυρίας και κοινωνικής κριτικής και φέρνουν το θεατή αντιμέτωπο με τη σκληρή πλευρά της σύγχρονης ανθρώπινης ύπαρξης, τη μη ισορροπημένη, βίαιη σχέση του ανθρώπου με την κοινωνία, τη φύση και τον ίδιο του τον εαυτό. Η παραμόρφωση των μορφών στοχεύει στην αποκάλυψη της ουσίας των πραγμάτων και φέρνει στο φως τη διαστρέβλωση που επικρατεί σήμερα στις ανθρώπινες σχέσεις.
Ιδωμένες συνολικά ή μεμονωμένα, οι πολυπρόσωπες συνθέσεις δημιουργούν συγκρίσεις και συνειρμούς και αποκτούν αφηγηματική ποιότητα, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν και αυτόνομες δημιουργίες με πολλαπλές αναγνώσεις. Αλληγορίες και μεταφορές ενώνονται με συναισθήματα που κυμαίνονται από την τέλεια αγαλλίαση ως την ψυχική οδύνη, μετατρέποντας την ατομική εμπειρία του ζωγράφου και του θεατή σε πανανθρώπινο κτήμα.

Β. Βαγενού, ιστορικός τέχνης

Canuto Kallan της Λήδας Καζαντζάκη, ιστορικού τέχνης

Γεννήθηκε το 1960 στην Κοπεγχάγη της Δανίας. Έμαθε την τέχνη του επιπλοποιού στην Τεχνική Σχολή της Κοπεγχάγης και φοίτησε στο τμήμα της Ενεργειακής Μηχανολογίας του Πολυτεχνείου της Δανίας, όπου και έκανε το μεταπτυχιακό του. Το 1993 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ (1997-2003) ζωγραφική με τον Γιάννη Ψυχοπαίδη και τον Μάριο Σπηλιόπουλο και χαρακτική (από το 2004 μέχρι σήμερα) με τους Βασίλη Καζάκο και Μιχάλη Αρφαρά.

Έχει κάνει δύο ατομικές παρουσιάσεις, στον Καλλιτεχνικό Σύλλογο της Βασιλικής Βιβλιοθήκης Black Diamond στην Κοπεγχάγη (2002) και στον Τεχνόχωρο “Το Μήλο” στην Αθήνα (2005). Συμμετείχε σε ποικίλες ομαδικές εκθέσεις, όπως η παρουσίαση των “livres d’ artistes” του Εργαστηρίου Γραφικών Τεχνών – Τυπογραφίας και Τέχνης του Βιβλίου της ΑΣΚΤ, στη γκαλερί 7 στην Αθήνα (2001/2002), η έκθεση “Νοτιοανατολική Ευρώπη- Βορράς με επιστροφή”, στη γκαλερί Krebsen της Κοπεγχάγης (2003), η έκθεση “Απόφοιτοι 2002/3”, στο Εργοστάσιο της ΑΣΚΤ (2004), η έκθεση χαρακτικής στη γκαλερί Ειρμός στην Θεσσαλονίκη (2005), η Δ’ Μπιενάλε, “Τα Νέα της Τέχνης” και το ξενοδοχείο Creta Maris, στην Κρήτη (2006), η “Nuit Blanche του Τορόντο”, στο ελληνικό προξενείο του Τορόντο (2007).
Η ζωγραφική πράξη του Canuto Kallan εντάσσεται αναμφισβήτητα μέσα στη μεγάλη παράδοση των κινημάτων του μοντερνισμού, αλλά και στον τόπο και στο χρόνο μέσα στον οποίο ζει. Τοπία φτιαγμένα με κερματισμένες επιφάνειες, από συμπληρωματικά, καθαρά χρώματα, που φανερώνουν τη μαθητεία του τόσο στην αναλυτική γλώσσα του Σεζάν και των κυβιστών, όσο και, κυρίως, στον εξπρεσιονισμό, και αναδίνουν ταυτόχρονα, με τη ρυθμικότητά τους, έναν τρυφερό λυρισμό. Τοπία ζωγραφισμένα με τις επιθετικές πινελιές των νέων “άγριων”, που σχολιάζουν την επικαιρότητα με μια λεπτή ειρωνεία. Χαρακτηριστικό είναι το έργο “11η Σεπτεμβρίου”, όπου το αεροπλάνο που έφερε την καταστροφή αποτυπώνεται, μικρό και γκρίζο σαν ένα παιγνίδι, σε αντίθεση με τις τεράστιες χρωματιστές οριζόντιες λωρίδες και καμπύλες των δίδυμων πύργων.
Χαρακτηριστικό είναι και το “video wall”, με το οποίο καυτηριάζεται υποδόρια η εικονική πραγματικότητα της εποχής μας. Μια ανδρική φιγούρα φτιαγμένη με ζεστές αποχρώσεις του καφέ και του κόκκινου, εφοδιασμένη με ένα μαύρο μπαστούνι κι ένα μεγάλο πράσινο καπέλο, μας παραπέμπει στο παρελθόν. Η στάση της ισορροπεί το ατίθασο χρώμα, εκφράζει έναν άνθρωπο εστιασμένο στον πυρήνα της ήρεμης στατικότητάς του. Και τη διαφοροποιεί από τις τρεις εικόνες του σήμερα, που συνθέτουν τον “τοίχο” απέναντί του. Ένα ανέκφραστο ανδρικό πρόσωπο, βαμμένο με κραυγαλέους τόνους του πράσινου και δυο γυναικείες φιγούρες, η μια με σκέιτμπορντ, η άλλη γυμνή. Η ακραία κλίση του σώματος της πρώτης και το ακραίο άνοιγμα των μελών της δεύτερης υποβάλλουν τον κίνδυνο που εγκυμονεί η ιλιγγιώδης ταχύτητα κι η αγοραία εκμετάλλευση του ανθρώπου.
Τελευταίες θέλω να αναφέρω τις “Ραψωδίες” του, που συμπυκνώνουν, κατά τη γνώμη μου, το πνεύμα της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Θυμίζουν, στην τεχνοτροπία τους, τα πολιτικά “Σταυρόλεξα” του δασκάλου του Γιάννη Ψυχοπαίδη. Μόνο που αυτές συγκροτούνται, σχεδόν αποκλειστικά, από μικρών διαστάσεων πρόσωπα, πλασμένα πλαστικά ή επίπεδα, που εντείνουν με τις παχιές καθαρές πινελιές, ή τα γωνιώδη περιγράμματά τους, τα συναισθήματα που προβάλλουν.
Καλυμμένα εν μέρει από μια γάζα ή ένα επίστρωμα λευκού, που αφήνει μόνο τα μάτια ή το στόμα να μιλήσουν. Παραμορφωμένα, στα όρια της καρικατούρας, που διατυπώνουν την αρχέγονη οδύνη του ανθρώπου αλλά και τη σύγχρονη αγωνία του, εγκλωβισμένου μέσα στη μόνωση, υποκειμένου των ημερών μας. Πρόσωπα που διαδηλώνουν, με την τρυφερότητα των απλών χρωματικών όγκων που τα απαρτίζουν αλλά και των εκφάνσεων στοργής και πάθους που τα ενώνουν, τη δύναμη της αληθινής επικοινωνίας. “Ραψωδίες” της πολυμορφίας και της πολυτροπίας της ανθρώπινης έκφρασης. Η ζωγραφική πράξη του Canuto Kallan, που συμβαίνει πάνω στον καμβά ή στο χαρτί ή το μεταξωτό ύφασμα, με λάδι ή λαδοπαστέλ, συνδέει το βορρά με το νότο. Χρησιμοποιεί το λεξιλόγιο των εξπρεσιονιστών του βορρά, του νορβηγού Edvard Μunch, του γερμανού Emil Nolde, του δανού Asger Jorn. Επιχειρεί, όπως ο τελευταίος, έντονα πολιτικοποιημένος Jorn, συνιδρυτής μερικών από τα σημαντικότερα κινήματα του 20ού αιώνα, σαν το “Φανταστικό Bauhauss”, η COBRA ή ο Καταστασιασμός, να γειώσει την τέχνη του στη ζωή. Έχοντάς την όμως απελευθερώσει από το σκοτεινό, δαιμονικό μυστικισμό του βορρά.
Το χρώμα που χειρίζεται ο Kallan δυναμικά, χειρονομιακά, είναι ποτισμένο από το διαπεραστικό φως της Μεσογείου και τη μειλιχιότητα της ψυχοσύνθεσής του κόσμου της. Διεισδύει στα ασύνειδα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης, φωτίζει νηφάλια τη σκληρή πραγματικότητα, χωρίς να καταστρέφει την ανθρώπινη χροιά και το ανθρώπινο μέτρο της.

Λήδα Καζαντζάκη, ιστορικός τέχνης

Συνάντησα για πρώτη φορά τον Canuto Kallan πριν 8 χρόνια, το 1997 όταν ήρθε πρωτοετής στην Α.Σ.Κ.Τ. Ήταν μια χρωματιστή, ψιλόλιγνη φιγούρα. Φορούσε ένα ριγέ πουλόβερ. Κάθε ρίγα του είχε διαφορετικό, έντονο χρώμα και εξαντλούσε όλο το φάσμα των χρωμάτων της ίριδας. Ο γιακάς του πουκαμίσου, που ξεπρόβαλε, ήταν κίτρινο καδμίου. Το τζιν ήταν κόκκινο καρμίνα και το σακίδιο, που κρεμόταν στον ώμο του, ήταν πράσινο émeraude.
Αυτό το χρωματιστό patchwork των ρούχων συμπληρωνόταν απ’ τα χρυσά, στρογγυλά γυαλιά του, τα κόκκινα μάγουλα και τα ξανθά μαλλιά. Ήταν συνεσταλμένος στους τρόπους και είχε ξενική προφορά. Δανός, ελληνικής καταγωγής, όπως μου είπε, που αγαπούσε τη ζωγραφική. Του είπα πως είναι όλος, σαν πίνακας του Hundertwasser και ακόμα πως αυτά που ζωγραφίζει ελπίζω να έχουν την ίδια αρμονία και χρωματική ένταση με τα ρούχα του.
Συμπλεύσαμε με τον Canuto σ’ όλη τη διάρκεια της μαθητείας του, μέχρι και την αποφοίτησή του. Ήμουνα αυτόπτης μάρτυρας όλης της ερευνητικής του πορείας. Ήταν και είναι φοβερά εργατικός. Το χρώμα στο ξεκίνημά του ήταν μουντό και γκρίζο, το σχέδιο καθαρά εξπρεσιονιστικό. Οι συνομιλίες μας είχαν το εξής μοτίβο: “Δεν βλέπεις πόσο πολύχρωμο είναι το ντύσιμό σου;” Και αυτός πάντα ήρεμος και με σιγουριά έλεγε: “Προσπαθώ”. Τον ενδιέφερε πολύ, όπως και τώρα, η ανθρώπινη φιγούρα και πάλευε μαζί της ακούραστα. Ήταν και είναι ένας παραστατικός ζωγράφος.
Με τον καιρό παρακολούθησα τη μεταμόρφωσή του. Είδα πως ο Canuto, αυτός καθαυτός, μέρα με τη μέρα περνούσε μέσα στους πίνακές του. Ο τρόπος που ντυνόταν και ντύνεται έγινε σταδιακά δυσδιάστατο έργο, με λάδι σε καμβά. Το χρώμα του καθάρισε και έγινε λαμπερό, σχεδόν βίαιο, πολλές φορές κατευθείαν απ’ το σωληνάριο. Κηλίδες και καθαρές γραμμές, χειρονομίες έντονου χρώματος σχεδιάζουν τα παραστατικά μέρη του έργου και έρχονται σε αντίστιξη με τις πλακάτες μονοχρωματικές επιφάνειες του φόντου. Το ζωγραφικό έργο στον Canuto συντελείται, όχι μέσα στο μυαλό του εκ των προτέρων, αλλά πάνω στον καμβά. Εκεί μπαίνει το στοίχημα και εκεί κερδίζεται ή χάνεται. Πάνω στον καμβά μορφοποιείται η αγωνία του και η μαγγανεία του χρώματος την καθοδηγεί. Τα καθαρά κορεσμένα χρώματα είναι το σκάφος που τον ταξιδεύει στην απόλαυση της ζωγραφικής.
Σε πρώτη θέαση η ζωγραφική του έχει την ανέμελη χαρά και το ξάφνιασμα της παιδικής ζωγραφικής. Επιμένοντας όμως ο θεατής πάνω σ’ αυτό το χαρούμενο συναίσθημα της χρωματικής πανδαισίας, ανακαλύπτει ότι το αναπαριστώμενο είναι άλλοτε ένα τραγικό κομμάτι ζωής και άλλοτε ένα σκληρό συμβάν της επικαιρότητας.
Τα έργα του Canuto λοιπόν, προβάλλουν πρώτα τη ζωγραφική -σαν μια πράξη λύτρωσης- και έπειτα το θέμα τους, που σε προσγειώνει, πολλές φορές βάναυσα, στην αμείλικτη πραγματικότητα. Ειδικά, το έργο του “Το δυστύχημα” ή “Η μεταμόρφωση” (70Χ80 cm), έχει μια διαγώνια σύνθεση. Στο κάτω αριστερό μέρος της, συνωθούνται βαφές, κηλίδες, γραμμές, έντονες χειρονομίες με καθαρά χρώματα –όπως κόκκινο καδμίου ή vermillon, κίτρινο citron ή καδμίου, μπλε cerulean και βιολέ- που υποβάλλουν στον θεατή ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Μια πλατιά γραμμή κόκκινου καδμίου, που διατρέχει διαγώνια όλη την έκταση του τελάρου οριοθετεί το φόντο, που είναι πλακάτο μπλε cobalt. Ακόμα παρατηρούμε, δύο σχηματοποιημένες φιγούρες, πράσινες émeraude να περνούν το κόκκινο όριο διαφεύγοντας προς μια σκάλα, που βρίσκεται στο δεξιό και πάνω τμήμα του τελάρου. ‘Άραγε, οι φιγούρες αυτές, δραπετεύουν προς έναν άλλο κόσμο επουράνιο, όπως οι ψυχές των ανθρώπων ή απλώς χάνονται στον κόσμο του μπλε cobalt αφού πέρασαν το όριο της κόκκινης γραμμής;
Προσπαθώ εδώ να εξηγήσω, πως ο Canuto έγινε ο ίδιος ζωγραφική και βρήκε έναν εύστοχο και άκρως προσωπικό τρόπο να διατυπώνει τις αγωνίες του για τα κοινωνικά και τα ανθρώπινα. Έτσι ήρεμα και απλά βρήκε το βηματισμό του μέσα στα μονοπάτια του χρώματος. Και τώρα νομίζω μπορεί να ανοίξει όλα του τα πανιά και πλησίστιος να ξεκινήσει για το προσωπικό του ταξίδι στον ωκεανό της τέχνης. Εξάλλου, πάντα πίστευα και ακόμα πιστεύω ότι στην μεταμοντέρνα μας εποχή “Το σκληρά υποκειμενικό είναι οικουμενικό και παγκόσμιο”, άρα ζωντανό και σύγχρονο.
Canuto, καλό ταξίδι και να μας γράφεις όπου κι αν πας.
ΜΑΡΙΟΣ ΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
Ζωγράφος
Αναπληρωτής καθηγητής Α.Σ.Κ.Τ.